- χαρτόδεμα
- το, Νδέμα περιτυλιγμένο σε χαρτί.[ΕΤΥΜΟΛ. < χαρτί + δέμα. Η λ. μαρτυρείται από το 1843 στον Σ. Α. Κουμανούδη].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χαρτόδεμα — το, ατος δέμα τυλιγμένο σε χαρτί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)